- ληκυθίζουσα
- ληκυθίζωdeclaim in a hollow voicepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληκυθίζω — (Α) [λήκυθος] 1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.) 2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό 3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές… … Dictionary of Greek